προσωφελώ

προσωφελώ
-έω, Α [ωφελῶ]
1. βοηθώ, ωφελώ επιπροσθέτως («προσωφελέειν... τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)
2. συντελώ στο να είναι κάτι... («μέγα προσωφελέειν ἐς τὸ εὔσαρκον», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσωφέλημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [προσωφελῶ] βοήθεια ή ωφέλεια σε κάτι ή επιπρόσθετη βοήθεια («εἴ τι βούλει παισὶν... προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῑν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • προσωφέλησις — ήσεως, ἡ, Α [προσωφελῶ] 1. πρόσθετη ωφέλεια, πρόσθετη βοήθεια 2. κέρδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”